ρέστιο

ρέστιο
το, Ν
βοτ. γένος μονοκότυλων πολυετών ποωδών φυτών που περιλαμβάνει 170 είδη, ιθαγενή τής Μαδαγασκάρης και τής Αυστραλίας, και το οποίο ανήκει στην τάξη ρεστιανώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. restio / restionaceal (< λατ. restis «σειρά, σκοινί»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρεστιονίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαρινώδη και περιλαμβάνει 300 είδη ιθαγενή τής Αφρικής, τής Μαδαγασκάρης και τής Αυστραλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρέστιο] …   Dictionary of Greek

  • ρεστιονώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει 4 οικογένειες αγρωστιδόμορφων φυτών, οι οποίες απαντούν κυρίως στο νότιο ημισφαίριο και, ιδιαίτερα, στη νότια Αφρική και στην Αυστραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρέστιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”