- ρέστιο
- το, Νβοτ. γένος μονοκότυλων πολυετών ποωδών φυτών που περιλαμβάνει 170 είδη, ιθαγενή τής Μαδαγασκάρης και τής Αυστραλίας, και το οποίο ανήκει στην τάξη ρεστιανώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. restio / restionaceal (< λατ. restis «σειρά, σκοινί»)].
Dictionary of Greek. 2013.